- αιθρίαση
- [-ις (-εως)] η прояснение (о погоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιθρίαση — η [αιθριάζω] το αιθρίασμα … Dictionary of Greek
αιθριάζω — (Α αἰθριάζω) νεοελλ. (για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω αρχ. 1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο 2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα] … Dictionary of Greek
καλοκαίριασμα — το [καλοκαιριάζω] 1. η έναρξη τού καλοκαιριού, οι πρώτες ημέρες τού θέρους 2. η βελτίωση τού καιρού, αιθρίαση, καλοσύνεμα … Dictionary of Greek
ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή … Dictionary of Greek